κώριον: Difference between revisions
From LSJ
Ψευδὴς διαβολὴ τὸν βίον λυμαίνεται → Vitam dissociat mentiens calumnia → Verlogene Verleumdung bringt dem Leben Schmach
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κώριον:''' τό, Δωρ. του <i>[[κούρα]]</i>, μικρό [[κορίτσι]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''κώριον:''' τό, Δωρ. του <i>[[κούρα]]</i>, μικρό [[κορίτσι]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κώριον:''' τό дор. = [[κόριον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:24, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dor. for κόριον (A) (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1547] τό, dor. = κούριον, κόριον, Ar. Ach. 696, wo Bekker κώριχ' aufgenommen.
Greek (Liddell-Scott)
κώριον: τό, Δωρ. ἀντὶ τοῦ κούριον, κόριον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 731.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dor. c. κόριον.
Greek Monolingual
κώριον, τὸ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κόριον.
Greek Monotonic
κώριον: τό, Δωρ. του κούρα, μικρό κορίτσι, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κώριον: τό дор. = κόριον.