λεπτολόγος: Difference between revisions
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
(5) |
(3) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λεπτολόγος:''' -ον ([[λέγω]] Γ), αυτός που εξετάζει τα πράγματα [[λεπτομερώς]], εξονυχιστικά, [[μικρολόγος]], [[σχολαστικός]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''λεπτολόγος:''' -ον ([[λέγω]] Γ), αυτός που εξετάζει τα πράγματα [[λεπτομερώς]], εξονυχιστικά, [[μικρολόγος]], [[σχολαστικός]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λεπτολόγος:''' тонко рассуждающий, затейливый (φρένες Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 30] fein, genau, aber auch mit tadelnder Nebenbdtg, spitzfindig redend, untersuchend; φρένες Ar. Ran. 876; Ptolem. ep. 1 (App. 70); Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτολόγος: -ον, ὁ ἐξετάζων μὲ λεπτότητα ἢ σοφιστικῶς τὰ πράγματα, μικρολόγος, φρένες Ἀριστοφ. Βάτρ. 876, πρβλ. Φιλόστρ. 515· - τὸ λ. = λεπτολογία, Ἀνθ. Π. παράρτ. 70.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui disserte subtilement, épilogueur, chicaneur.
Étymologie: λεπτός, λέγω³.
Greek Monolingual
-ο (Α λεπτολόγος, -ον)
αυτός που λεπτολογεί, που μιλάει με λεπτομέρεια ή εξετάζει κάτι εξονυχιστικά, με μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες
αρχ.
αυτός που μελετά ή ελέγχει κάτι με σοφιστικό τρόπο.
επίρρ...
λεπτολόγως (Α)
με λεπτολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -λόγος (< λόγος < λέγω)].
Greek Monotonic
λεπτολόγος: -ον (λέγω Γ), αυτός που εξετάζει τα πράγματα λεπτομερώς, εξονυχιστικά, μικρολόγος, σχολαστικός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
λεπτολόγος: тонко рассуждающий, затейливый (φρένες Arph.).