Λέσβιος: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(5)
(3)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Λέσβιος:''' -α, -ον, αυτός που προέρχεται από τη Λέσβο, σε Ηρόδ., κ.λπ.
|lsmtext='''Λέσβιος:''' -α, -ον, αυτός που προέρχεται από τη Λέσβο, σε Ηρόδ., κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''Λέσβιος:''' <b class="num">II</b> ὁ лесбосец, житель или уроженец Лесбоса Her., Thuc. etc.<br />лесбосский ([[οἰκοδομή]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 23:32, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Lesbos, Lesbien.
Étymologie: Λέσβος.

English (Slater)

Λέσβιος
   1 of Lesbos Τέρπανδρός ποθ' ὁ Λέσβιος fr. 125. 1.

Greek Monotonic

Λέσβιος: -α, -ον, αυτός που προέρχεται από τη Λέσβο, σε Ηρόδ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

Λέσβιος: II ὁ лесбосец, житель или уроженец Лесбоса Her., Thuc. etc.
лесбосский (οἰκοδομή Arst.).