λεκάνιον: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λεκάνιον:''' τό, υποκορ., σε Αριστοφ., Ξεν. | |lsmtext='''λεκάνιον:''' τό, υποκορ., σε Αριστοφ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λεκάνιον:''' (ᾰ) τό миска, блюдо Xen., Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Ar.Ach.1110, Polyzel.4, Orib. Fr.88, v.l. in X.Cyr.1.3.4:
German (Pape)
[Seite 27] τό, dim. zu λεκάνη, Ar. Ach. 1110; Xen. Cyr. 1, 3, 4, Teller.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit bassin, cuvette.
Étymologie: λεκάνη.
Greek Monolingual
λεκάνιον, τὸ (Α) λεκάνη
μικρή πήλινη λεκάνη.
Greek Monotonic
λεκάνιον: τό, υποκορ., σε Αριστοφ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
λεκάνιον: (ᾰ) τό миска, блюдо Xen., Arph.