λεπτόγεως: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
(23)
(3)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ων (Α [[λεπτόγεως]], -ων)<br /><b>βλ.</b> [[λεπτόγαιος]].
|mltxt=-ων (Α [[λεπτόγεως]], -ων)<br /><b>βλ.</b> [[λεπτόγαιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''λεπτόγεως:''' со скудной почвой, неплодородный (γῆ Thuc.; [[χώρα]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 23:32, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 30] ων, att. = λεπτόγειος; τὸ λ., der leichte Boden, Thuc. 1, 2; Strab. VI, 282; Luc. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
au sol maigre ; τὸ λεπτόγεων la maigreur ou l’aridité du sol.
Étymologie: λεπτός, γῆ.

Greek Monolingual

-ων (Α λεπτόγεως, -ων)
βλ. λεπτόγαιος.

Russian (Dvoretsky)

λεπτόγεως: со скудной почвой, неплодородный (γῆ Thuc.; χώρα Plut.).