λιπόκωπος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
(23)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιπόκωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει [[λαβή]], ο [[χωρίς]] [[λαβή]] («λιποκώπους φασγανίδας» — μαχαιρίδια ή [[ξίφη]] [[χωρίς]] [[λαβή]], <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κώπη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σιδηρό</i>-<i>κωπος</i>].
|mltxt=[[λιπόκωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει [[λαβή]], ο [[χωρίς]] [[λαβή]] («λιποκώπους φασγανίδας» — μαχαιρίδια ή [[ξίφη]] [[χωρίς]] [[λαβή]], <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κώπη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σιδηρό</i>-<i>κωπος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''λῐπόκωπος:''' лишенный рукоятки, без черенка ([[φασγανίς]] Anth. - v. l. [[λιθόκωπος]]).
}}
}}

Revision as of 23:35, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπόκωπος Medium diacritics: λιπόκωπος Low diacritics: λιπόκωπος Capitals: ΛΙΠΟΚΩΠΟΣ
Transliteration A: lipókōpos Transliteration B: lipokōpos Transliteration C: lipokopos Beta Code: lipo/kwpos

English (LSJ)

ον,

   A without handle, φασγανίδες cj. Toup in AP6.307 (Phan.) for λιποκόπτους or λιποκόπρους.

German (Pape)

[Seite 51] ohne Griff, φασγανίδες, Phani. 6 (VI, 307), wo cod. Vat. λιπόκοπτος hat.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόκωπος: -ον, ὁ ἄνευ λαβῆς, ἀμφ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 307, ἔνθα ὁ Λοβ. (Αἴ. σ. 375, ἔκδ. β΄) λῐθόκωπος, ἔχων λιθίνην λαβήν.

Greek Monolingual

λιπόκωπος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει λαβή, ο χωρίς λαβή («λιποκώπους φασγανίδας» — μαχαιρίδια ή ξίφη χωρίς λαβή, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -κωπος (< κώπη), πρβλ. σιδηρό-κωπος].

Russian (Dvoretsky)

λῐπόκωπος: лишенный рукоятки, без черенка (φασγανίς Anth. - v. l. λιθόκωπος).