λυσίποθος: Difference between revisions
From LSJ
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῡσίποθος:''' [ῐ], -ον, αυτός που απαλλάσσει από τον πόθο, σε Ανθ. | |lsmtext='''λῡσίποθος:''' [ῐ], -ον, αυτός που απαλλάσσει από τον πόθο, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῡσίποθος:''' (σῐ) освобождающий от любовного томления (ἀγγελίαι Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:36, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A delivering from love, ἀγγελίαι AP5.268 (Agath.).
Greek (Liddell-Scott)
λῡσίποθος: -ον, ὁ λύων, καταπαύων τὸν πόθον, Ἀνθ. Π. 5. 269.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui délivre des regrets, des désirs.
Étymologie: λύω, πόθος.
Greek Monolingual
λυσίποθος, -ον (Α)
αυτός που ελευθερώνει από τον πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + πόθος (< ποθῶ), πρβλ. κρυψί-ποθος, τηξί-ποθος].
Greek Monotonic
λῡσίποθος: [ῐ], -ον, αυτός που απαλλάσσει από τον πόθο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λῡσίποθος: (σῐ) освобождающий от любовного томления (ἀγγελίαι Anth.).