λυθρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λυθρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), μολυσμένος με ακάθαρτο [[αίμα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''λυθρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), μολυσμένος με ακάθαρτο [[αίμα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λυθρώδης:''' покрытый кровью, окровавленный (χεῖρες Anth.).
}}
}}

Revision as of 23:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυθρώδης Medium diacritics: λυθρώδης Low diacritics: λυθρώδης Capitals: ΛΥΘΡΩΔΗΣ
Transliteration A: lythrṓdēs Transliteration B: lythrōdēs Transliteration C: lythrodis Beta Code: luqrw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A defiled with gore, LXX Wi.11.6, AP9.258 (Antiphan. Megalop.).

Greek (Liddell-Scott)

λυθρώδης: -ες, (εἶδος) μεμολυσμένος, κεκηλιδωμένος δι’ αἵματος, Ἀνθ. Π. 9. 258, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΑ΄, 7).

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
souillé de sang et de poussière.
Étymologie: λύθρον, -ωδης.

Greek Monolingual

λυθρώδης, -ῶδες (Α) λύθρος
κηλιδωμένος ή ανάμικτος με λύθρο («αἵματι λυθρώδει», Αντιφ.).

Greek Monotonic

λυθρώδης: -ες (εἶδος), μολυσμένος με ακάθαρτο αίμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λυθρώδης: покрытый кровью, окровавленный (χεῖρες Anth.).