λωτόεις: Difference between revisions
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λωτόεις:''' -εσσα, -εν, [[κατάφυτος]] με λωτούς, [[πεδία]] [[λωτεῦντα]] (Ιων. αντί <i>λωτόεντα</i>), πεδιάδες γεμάτες λωτούς, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''λωτόεις:''' -εσσα, -εν, [[κατάφυτος]] με λωτούς, [[πεδία]] [[λωτεῦντα]] (Ιων. αντί <i>λωτόεντα</i>), πεδιάδες γεμάτες λωτούς, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λωτόεις:''' όεσσα, όεν (только nom.-acc. pl. n [[λωτεῦντα]]) поросший лотосами, покрытый цветами лотоса (πεδία Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 31 December 2018
English (LSJ)
εσσα, εν,
A overgrown with lotus, πεδία λωτοῦντα (v.l. -εῦντα) lotus-plains, Il.12.283; or. blooming (λωτέω 11).
Greek (Liddell-Scott)
λωτόεις: εσσα, εν, κατάφυτος ἐκ λωτοῦ, πεδία λωτεῦντα (ἢ -οῦντα), πεδιάδες πλήρεις λωτοῦ, Ἰλ. Μ. 283. Ἕτεροι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ θαλερός, εὐανθὴς (πρβλ. λωτέω, ΙΙ).
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
couvert de fleurs de lotus.
Étymologie: λωτός.
Greek Monolingual
λωτόεις, -εσσα, -εν (Α)
κατάφυτος από λωτούς («πεδία λωτοῡντα» — πεδιάδες κατάφυτες από λωτούς ή, κατ' άλλους, θαλερές πεδιάδες, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + κατάλ. -όεις, (πρβλ. αστερ-όεις, κριν-όεις)].
Greek Monotonic
λωτόεις: -εσσα, -εν, κατάφυτος με λωτούς, πεδία λωτεῦντα (Ιων. αντί λωτόεντα), πεδιάδες γεμάτες λωτούς, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
λωτόεις: όεσσα, όεν (только nom.-acc. pl. n λωτεῦντα) поросший лотосами, покрытый цветами лотоса (πεδία Hom.).