μαίευσις: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μαίευσις:''' ἡ, το «ξελευθέρωμα» μιας γυναίκας κατά τον τοκετό, σε Πλάτ.
|lsmtext='''μαίευσις:''' ἡ, το «ξελευθέρωμα» μιας γυναίκας κατά τον τοκετό, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μαίευσις:''' εως ἡ помощь при родах Plat.: [[τέχνη]] τῆς μαιεύσεως Plat. родовспомогательное искусство.
}}
}}

Revision as of 23:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαίευσις Medium diacritics: μαίευσις Low diacritics: μαίευσις Capitals: ΜΑΙΕΥΣΙΣ
Transliteration A: maíeusis Transliteration B: maieusis Transliteration C: maiefsis Beta Code: mai/eusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A delivery of a woman in child-birth, Pl.Tht.150b.

Greek (Liddell-Scott)

μαίευσις: ἡ, κοινῶς «ξεγέννημα», Πλάτ. Θεαίτ. 150B.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
délivrance, accouchement.
Étymologie: μαιεύω.

Greek Monotonic

μαίευσις: ἡ, το «ξελευθέρωμα» μιας γυναίκας κατά τον τοκετό, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μαίευσις: εως ἡ помощь при родах Plat.: τέχνη τῆς μαιεύσεως Plat. родовспомогательное искусство.