μάσομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(5)
(3)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μάσομαι:''' πρόκειται να αγγίξω, μέλ. του *μάω I<br /><b class="num">I.</b>
|lsmtext='''μάσομαι:''' πρόκειται να αγγίξω, μέλ. του *μάω I<br /><b class="num">I.</b>
}}
{{elru
|elrutext='''μάσομαι:''' fut. к [[μαίομαι]].
}}
}}

Revision as of 23:44, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

μάσομαι: μέλλ., θὰ ἐγγίσω, θὰ ψηλαφήσω· ἴδε ἐν λ. *μάω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

fut. de μαίομαι.

Greek Monotonic

μάσομαι: πρόκειται να αγγίξω, μέλ. του *μάω I
I.

Russian (Dvoretsky)

μάσομαι: fut. к μαίομαι.