μακαριότης: Difference between revisions

From LSJ

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾰκᾰριότης:''' -ητος, ἡ, [[ευτυχία]], [[ευδαιμονία]], σε Πλάτ., Αριστ.
|lsmtext='''μᾰκᾰριότης:''' -ητος, ἡ, [[ευτυχία]], [[ευδαιμονία]], σε Πλάτ., Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰκᾰριότης:''' ητος ἡ блаженство, счастье Plat., Arst.
}}
}}

Revision as of 23:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰκᾰριότης Medium diacritics: μακαριότης Low diacritics: μακαριότης Capitals: ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΣ
Transliteration A: makariótēs Transliteration B: makariotēs Transliteration C: makariotis Beta Code: makario/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A happiness, bliss, ib.661b, Arist.EN1178b22, Epicur.Ep.1p.28U., etc.; as a title of bishops, Cod.Just.1.3.42 Intr., Just.Nov.3.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰκᾰριότης: -ητος, ἡ, εὐτυχία, εὐδαιμονία, Πλάτ. Νόμ. 661Β, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 8, 7· - ὡς τίτλος ἀπονεμόμενος εἰς τοὺς ἐπισκόπους, ἡ μακαριότης ὑμῶν Σύνοδ. Καρθ. 1254Β· ἡ ὑμετέρα μακαριότης Ἱερών. Ι. 358 (41), Σύνοδ. Ἐφέσου 1141Α, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
félicité, béatitude.
Étymologie: μακάριος.

Greek Monotonic

μᾰκᾰριότης: -ητος, ἡ, ευτυχία, ευδαιμονία, σε Πλάτ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μᾰκᾰριότης: ητος ἡ блаженство, счастье Plat., Arst.