λυροποιός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῠροποιός:''' ὁ ([[ποιέω]]), [[κατασκευαστής]] λύρας, σε Πλάτ.
|lsmtext='''λῠροποιός:''' ὁ ([[ποιέω]]), [[κατασκευαστής]] λύρας, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῠροποιός:''' ὁ мастер, изготовляющий лиры Plat.
}}
}}

Revision as of 23:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠροποιός Medium diacritics: λυροποιός Low diacritics: λυροποιός Capitals: ΛΥΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: lyropoiós Transliteration B: lyropoios Transliteration C: lyropoios Beta Code: luropoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A lyre-maker, And.1.146, Pl.Euthd. 289b, 289d, Cra.390b, Anacr.30 (codd. Heph., μυρο- Bgk. from Poll.7.177).

Greek (Liddell-Scott)

λῠροποιός: ὁ, ὁ ποιῶν, κατασκευάζων, λύρας, Ἀνδοκ. 10. 8, Πλάτ. Εὐθύδ. 289Β, D, Κρατ. 390Β, πρβλ. Bgk. Ἀνακρ. 27. ΙΙ. λυρικὸς ποιητής, Ττέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 65, 14.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de lyres, luthier.
Étymologie: λύρα, ποιέω.

Greek Monolingual

λυροποιός, ὁ (ΑM)
μσν.
λυρικός ποιητής
αρχ.
κατασκευαστής λυρών.

Greek Monotonic

λῠροποιός: ὁ (ποιέω), κατασκευαστής λύρας, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

λῠροποιός: ὁ мастер, изготовляющий лиры Plat.