μελάγγειος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich

Menander, Monostichoi, 269
(24)
(3)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελάγγειος]], -ον και [[μελάγγεως]], -ων (ΑM, Α και [[μελανόγειος]] και ιων. τ. [[μελάγγαιος]], -ον)<br />(για τόπους, περιοχές, χώρες) αυτός που έχει μαύρο και παχύ, εύφορο [[χώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γειος</i> / -<i>γεως</i> / -<i>γαιος</i> (για τη [[μορφή]] του β' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> <i>γη</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθύ</i>-<i>γειος</i>, <i>βαθύ</i>-<i>γεως</i>, <i>βαθύ</i>-<i>γαιος</i>].
|mltxt=[[μελάγγειος]], -ον και [[μελάγγεως]], -ων (ΑM, Α και [[μελανόγειος]] και ιων. τ. [[μελάγγαιος]], -ον)<br />(για τόπους, περιοχές, χώρες) αυτός που έχει μαύρο και παχύ, εύφορο [[χώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γειος</i> / -<i>γεως</i> / -<i>γαιος</i> (για τη [[μορφή]] του β' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> <i>γη</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθύ</i>-<i>γειος</i>, <i>βαθύ</i>-<i>γεως</i>, <i>βαθύ</i>-<i>γαιος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''μελάγγειος:''' Plut. = [[μελάγγαιος]].
}}
}}

Revision as of 23:52, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 117] schwarzerdig, von schwarzem, gutem Boden, Theophr.

Greek Monolingual

μελάγγειος, -ον και μελάγγεως, -ων (ΑM, Α και μελανόγειος και ιων. τ. μελάγγαιος, -ον)
(για τόπους, περιοχές, χώρες) αυτός που έχει μαύρο και παχύ, εύφορο χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -γειος / -γεως / -γαιος (για τη μορφή του β' συνθετικού βλ. λ. γη), πρβλ. βαθύ-γειος, βαθύ-γεως, βαθύ-γαιος].

Russian (Dvoretsky)

μελάγγειος: Plut. = μελάγγαιος.