μητριάς: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
(5)
(3)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μητριάς:''' -[[άδος]], ἡ, θηλ. του [[μήτριος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μητριάς:''' -[[άδος]], ἡ, θηλ. του [[μήτριος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μητριάς:''' άδος (ᾰδ) adj. f материнская (ἄγκοιναι Anth.).
}}
}}

Revision as of 00:04, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 179] άδος, ἡ, bes. tem. zu μήτριος, ἐν χθονὸς ἀγκοίναις ὤλετο μητριάσιν, in den mütterlichen Armen, Iul. Aeg. 45 (IX, 398).

Greek (Liddell-Scott)

μητριάς: -άδος, ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ μήτριος, Ἀνθ. Π. 9. 398.

Greek Monolingual

μητριάς, -άδος, ἡ (Α)
βλ. μήτριος.

Greek Monotonic

μητριάς: -άδος, ἡ, θηλ. του μήτριος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μητριάς: άδος (ᾰδ) adj. f материнская (ἄγκοιναι Anth.).