ναμέρτεια: Difference between revisions

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
(26)
(3)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ναμέρτεια]], ἡ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[νημέρτεια]].
|mltxt=[[ναμέρτεια]], ἡ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[νημέρτεια]].
}}
{{elru
|elrutext='''νᾱμέρτεια:''' ἡ дор. = [[νημέρτεια]].
}}
}}

Revision as of 00:24, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 228] dor. = νημερτής, νημέρτεια.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
dor. p. *νημέρτεια;
sincérité, vérité.
Étymologie: νημερτής.

Greek Monolingual

ναμέρτεια, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. νημέρτεια.

Russian (Dvoretsky)

νᾱμέρτεια: ἡ дор. = νημέρτεια.