νησίς: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(5)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νησίς:''' -ῖδος, υποκορ. του [[νῆσος]], μικρό [[νησί]], [[νησάκι]], σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''νησίς:''' -ῖδος, υποκορ. του [[νῆσος]], μικρό [[νησί]], [[νησάκι]], σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''νησίς:''' ῖδος и ίδος ἡ островок Her., Thuc., Plut., Anth.
}}
}}

Revision as of 00:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νησίς Medium diacritics: νησίς Low diacritics: νησίς Capitals: ΝΗΣΙΣ
Transliteration A: nēsís Transliteration B: nēsis Transliteration C: nisis Beta Code: nhsi/s

English (LSJ)

ῖδος, ἡ, Dim. of νῆσος,

   A islet, Hdt.8.76, 95, Th.8.14, Plb. 16.2.8, Str.1.3.18, Plu.Oth.10. [ῑ Call.Fr.524, Lyc.599, AP6.89 (Maec.), 9.413 (Antiphil.), D.P.479, etc.]

Greek (Liddell-Scott)

νησίς: -ῖδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ νῆσος, μικρὰ νῆσος, «νησάκι», Ἡρόδ. 8. 76, 95, Θουκ. 8. 14, κτλ. [γεν. νησῖδος Λυκόφρ. 599, Ἀνθ. Π. 6. 89, Διον. Π. 479, κτλ.: καὶ οὕτω λέγει ὁ Δράκων 23. 14, ἂν καὶ ἐν 47. 20 μνημονεύει τὴν λέξ. μετὰ ῐ].

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
petite île, îlot.
Étymologie: νῆσος.

Greek Monotonic

νησίς: -ῖδος, υποκορ. του νῆσος, μικρό νησί, νησάκι, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

νησίς: ῖδος и ίδος ἡ островок Her., Thuc., Plut., Anth.