Νηλεύς: Difference between revisions
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Νηλεύς:''' -έως, ἡ, ο [[πατέρας]] του Νέστορα, σε Όμηρ.· Επικ. επίθ. [[Νηλήϊος]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ως πατρωνυμ., Νηλεΐδης, <i>-ου</i>, <i>ὁ</i> και [[Νηληϊάδης]], <i>-εω</i> ή <i>-ᾱο</i>, σε Όμηρ. | |lsmtext='''Νηλεύς:''' -έως, ἡ, ο [[πατέρας]] του Νέστορα, σε Όμηρ.· Επικ. επίθ. [[Νηλήϊος]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ως πατρωνυμ., Νηλεΐδης, <i>-ου</i>, <i>ὁ</i> και [[Νηληϊάδης]], <i>-εω</i> ή <i>-ᾱο</i>, σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Νηλεύς:''' έως, эп. ῆος ὁ Нелей<br /><b class="num">1)</b> фессалиец, сын Посидона и Тиро, брат Пелия, отец Нестора, основатель Пилоса Hom. etc.;<br /><b class="num">2)</b> тж. Νειλεύς, сын последнего афинского царя Кодра, основатель Милета и Эретры Arst., Polyb., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 1 January 2019
English (LSJ)
έως, ὁ,
A Neleus, father of Nestor, Il.11.683, al.:—Adj. Νηλήϊος, υἱός 2.20:—Patron. Νηλεΐδης, ου, Ep. ᾱο, ὁ, 23.652; Ep. Νηληϊάδης, εω or ᾱο, 8.100, al.: in fem. Νηληΐς, ΐδος, A.R.1.120. II Νηλεύς, έως, ὁ, = Νείλεως, founder of Miletus, IG12.94.4 (written Νελ-), Call.Dian.226: hence Νειλεΐδης, and Νειληϊάδης, ου, Ep. ᾱο, ὁ, Alex.Aet.3.26, 1; cf. Νειλεῖον.
Greek (Liddell-Scott)
Νηλεύς: έως, ἡ, ὁ πατὴρ τοῦ Νέστορος, Ὅμ.· - ἐπίθετ. Νηλήιος υἱός, Ἰλ. Β. 20, κτλ.· - πατρωνυμ., Νηλείδης, ου, ὁ, Ἰλ. Ψ. 652· Ἐπικ. Νηληιάδης, εω, ἢ ᾱο, Ὅμ.· ἐν τῷ θηλ. Νηληίς, -ίδος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 120.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
Nélée :
1 père de Nestor;
2 autres.
Étymologie: νηλής ; selon d’autres, forme affaiblie de Νηρεύς.
English (Autenrieth)
Neleus, son of Poseidon and Tyro, husband of Chloris, and father of Pero and Nestor, Od. 11.254, , Od. 15.233; driven from Iolcus in Thessaly by his brother Pelias, he wanders to Messenia and founds Pylos, Od. 3.4; all of his sons except Nestor were slain in a war with Heracles, Il. 11.692.
Greek Monotonic
Νηλεύς: -έως, ἡ, ο πατέρας του Νέστορα, σε Όμηρ.· Επικ. επίθ. Νηλήϊος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ως πατρωνυμ., Νηλεΐδης, -ου, ὁ και Νηληϊάδης, -εω ή -ᾱο, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
Νηλεύς: έως, эп. ῆος ὁ Нелей
1) фессалиец, сын Посидона и Тиро, брат Пелия, отец Нестора, основатель Пилоса Hom. etc.;
2) тж. Νειλεύς, сын последнего афинского царя Кодра, основатель Милета и Эретры Arst., Polyb., Plut.