νυκτίδρομος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
(27)
(3b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] αιγοθηλόμορφων πτηνών της οικογένειας caprimulgidae.
|mltxt=ο<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] αιγοθηλόμορφων πτηνών της οικογένειας caprimulgidae.
}}
{{elru
|elrutext='''νυκτίδρομος:''' совершающий ночной бег (Eur. - v. l. к [[νυκτίβρομος]]).
}}
}}

Revision as of 00:36, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui accomplit sa course la nuit.
Étymologie: νύξ, δραμεῖν.

Greek Monolingual

ο
ζωολ. γένος αιγοθηλόμορφων πτηνών της οικογένειας caprimulgidae.

Russian (Dvoretsky)

νυκτίδρομος: совершающий ночной бег (Eur. - v. l. к νυκτίβρομος).