νυκτομαχέω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source
(5)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νυκτομᾰχέω:''' ([[μάχομαι]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μάχομαι]] κατά τη [[διάρκεια]] της νύχτας, σε Πλούτ.
|lsmtext='''νυκτομᾰχέω:''' ([[μάχομαι]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μάχομαι]] κατά τη [[διάρκεια]] της νύχτας, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''νυκτομᾰχέω:''' сражаться ночью, вести ночной бой (πρός τινα Plut.).
}}
}}

Revision as of 00:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτομᾰχέω Medium diacritics: νυκτομαχέω Low diacritics: νυκτομαχέω Capitals: ΝΥΚΤΟΜΑΧΕΩ
Transliteration A: nyktomachéō Transliteration B: nyktomacheō Transliteration C: nyktomacheo Beta Code: nuktomaxe/w

English (LSJ)

   A fight by night, Plu.Cam. 36, App.BC5.35, etc. : metaph., ν. τῇ παρθένῳ ἐρωτικῶς Aristaenet.1.10.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτομᾰχέω: μάχομαι κατὰ τὴν νύκτα, Πλουτ. Κάμιλλ. 36, Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 35, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
combattre la nuit.
Étymologie: νύξ, μάχομαι.

Greek Monotonic

νυκτομᾰχέω: (μάχομαι), μέλ. -ήσω, μάχομαι κατά τη διάρκεια της νύχτας, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

νυκτομᾰχέω: сражаться ночью, вести ночной бой (πρός τινα Plut.).