ξιφίδιον: Difference between revisions
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξῐφίδιον:''' τό, υποκορ. του [[ξίφος]], [[στιλέτο]], [[εγχειρίδιο]], σε Θουκ. κ.λπ. | |lsmtext='''ξῐφίδιον:''' τό, υποκορ. του [[ξίφος]], [[στιλέτο]], [[εγχειρίδιο]], σε Θουκ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξῐφίδιον:''' (φῐ) τό короткий меч, тж. тесак, кинжал Thuc., Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 1 January 2019
English (LSJ)
τό, Dim. of ξίφος,
A dagger, Ar.Lys.53, Th.3.22,POxy. 936.9 (iii A.D.), etc. 2 = σπαργάνιον, Ps.-Dsc.4.21.
German (Pape)
[Seite 280] τό, dim. von ξίφος; Ar. Lys. 53; Thuc. 8, 69; Xen. Hell. 2, 3, 16 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξῐφίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ξίφος, ἐγχειρίδιον, Ἀριστοφ. Λυσ. 53, Θουκ. 3. 22, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite épée.
Étymologie: ξίφος.
Greek Monotonic
ξῐφίδιον: τό, υποκορ. του ξίφος, στιλέτο, εγχειρίδιο, σε Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ξῐφίδιον: (φῐ) τό короткий меч, тж. тесак, кинжал Thuc., Arph.