νωτιδανός: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(27)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[νωτιδανός]])<br />[[γένος]] σελαχίων στο οποίο ανήκουν είδη μεγαλόσωμων ψαριών με οξύ νωτιαίο [[πτερύγιο]] και με επίμηκες και χοντρό [[κεφάλι]] που απολήγει σε οξύ [[ρύγχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῶτον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -(<i>ι</i>)[[δανός]] (<b>πρβλ.</b> [[ουτιδανός]], [[ληθεδανός]])].
|mltxt=ο (Α [[νωτιδανός]])<br />[[γένος]] σελαχίων στο οποίο ανήκουν είδη μεγαλόσωμων ψαριών με οξύ νωτιαίο [[πτερύγιο]] και με επίμηκες και χοντρό [[κεφάλι]] που απολήγει σε οξύ [[ρύγχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῶτον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -(<i>ι</i>)[[δανός]] (<b>πρβλ.</b> [[ουτιδανός]], [[ληθεδανός]])].
}}
{{elru
|elrutext='''νωτῐδᾰνός:''' ὁ нотидан (разновидность акулы с острым спинным плавником) Arst.
}}
}}

Revision as of 00:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωτῐδᾰνός Medium diacritics: νωτιδανός Low diacritics: νωτιδανός Capitals: ΝΩΤΙΔΑΝΟΣ
Transliteration A: nōtidanós Transliteration B: nōtidanos Transliteration C: notidanos Beta Code: nwtidano/s

English (LSJ)

ὁ, a kind of γαλεός I, Arist.Fr.310 ; called ἐπινωτιδεύς by Epaenet. ap. Ath.7.294d.

German (Pape)

[Seite 273] ὁ, eine Haifischart mit einem Stachel an der Rückenflosse, sonst auch ἐπινωτιδεύς genannt, Arist. bei Ath. VII, 294 d.

Greek (Liddell-Scott)

νωτιδᾰνός: ὁ, ὁ ἔχων ὀξὺ νωτιαῖον πτερύγιον, ἐπὶ καρχαρίου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 293˙ πρβλ. ἐπινωτιδεύς.

Greek Monolingual

ο (Α νωτιδανός)
γένος σελαχίων στο οποίο ανήκουν είδη μεγαλόσωμων ψαριών με οξύ νωτιαίο πτερύγιο και με επίμηκες και χοντρό κεφάλι που απολήγει σε οξύ ρύγχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + κατάλ. -(ι)δανός (πρβλ. ουτιδανός, ληθεδανός)].

Russian (Dvoretsky)

νωτῐδᾰνός: ὁ нотидан (разновидность акулы с острым спинным плавником) Arst.