ξενολόγος: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξενολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που στρατολογεί μισθοφόρους, σε Πολύβ. | |lsmtext='''ξενολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που στρατολογεί μισθοφόρους, σε Πολύβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξενολόγος:''' производящий набор иноземных наемников Polyb., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 1 January 2019
English (LSJ)
(parox.), ον,
A enlisting mercenaries, Plb.1.32.1,5.63.9, D.S.14.62, Plu.Dio23 ; title of a comedy by Menander.
German (Pape)
[Seite 277] Fremde, Miethssoldaten auwerbend; Pol. 1, 32, 1; Plut. Dio 23.
Greek (Liddell-Scott)
ξενολόγος: -ον, ὁ στρατολογῶν μισθοφόρους, Πολύβ. 1. 32, 1., 5. 63, 9, Πλούτ. 23· ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Μενάνδρου.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui recrute des troupes étrangères ou mercenaires.
Étymologie: ξένος, λέγω².
Greek Monolingual
ξενολόγος, -ον (Α)
αυτός ο οποίος στρατολογεί ξένους μισθοφόρους στρατιώτες («ἔπεμψε δὲ καὶ ξενολόγους εἰς Πελοπόννησον μετὰ πολλῶν χρημάτων», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -λόγος].
Greek Monotonic
ξενολόγος: -ον (λέγω), αυτός που στρατολογεί μισθοφόρους, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
ξενολόγος: производящий набор иноземных наемников Polyb., Plut.