οἱ: Difference between revisions
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
(5) |
(3b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἱ:''' ονομ. πληθ. του αρσ. άρθρου <i>ὁ</i>· <b>I.οἵ</b>, ονομ. πληθ. της αναφορ. αντων. <i>ὅς</i>. | |lsmtext='''οἱ:''' ονομ. πληθ. του αρσ. άρθρου <i>ὁ</i>· <b>I.οἵ</b>, ονομ. πληθ. της αναφορ. αντων. <i>ὅς</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἱ:''' перед энкл. οἵ pl. к ὁ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 1 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
οἱ: γλουτoὶ νὰ ἐπερείδωνται ἐπὶ τῶν πτερνῶν, Ὀππ. Κυν. 3. 473· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Στράβ. 163, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ou dev. un enclit. οἵ;
plur. masc. de l’art. ὁ, ἡ, τό.
Greek Monotonic
οἱ: ονομ. πληθ. του αρσ. άρθρου ὁ· I.οἵ, ονομ. πληθ. της αναφορ. αντων. ὅς.
Russian (Dvoretsky)
οἱ: перед энкл. οἵ pl. к ὁ.