Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀλιγωφελής: Difference between revisions

From LSJ

Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut

Menander, Monostichoi, 211
(28)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλιγωφελής]], -ές (Α)<br />αυτός που ωφελεί λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> (<i>ὀλιγ</i>((<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>ωφελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄφελος]]), <b>πρβλ.</b> <i>κοιν</i>-<i>ωφελής</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
|mltxt=[[ὀλιγωφελής]], -ές (Α)<br />αυτός που ωφελεί λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> (<i>ὀλιγ</i>((<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>ωφελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄφελος]]), <b>πρβλ.</b> <i>κοιν</i>-<i>ωφελής</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλῐγωφελής:''' мало полезный, оказывающий незначительную помощь Sext.
}}
}}

Revision as of 00:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγωφελής Medium diacritics: ὀλιγωφελής Low diacritics: ολιγωφελής Capitals: ΟΛΙΓΩΦΕΛΗΣ
Transliteration A: oligōphelḗs Transliteration B: oligōphelēs Transliteration C: oligofelis Beta Code: o)ligwfelh/s

English (LSJ)

ές, (ὄφελος)

   A of little use, S.E.M.1.296: Comp., Herod. Med. ap. Orib.8.3.3.

German (Pape)

[Seite 322] ές, wenig helfend, S. Emp. adv. eth. 132.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγωφελής: -ές, ὁ ὀλίγον ὠφελῶν, Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 1. 296.

Greek Monolingual

ὀλιγωφελής, -ές (Α)
αυτός που ωφελεί λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ὀλιγ((ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -ωφελής (< ὄφελος), πρβλ. κοιν-ωφελής. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγωφελής: мало полезный, оказывающий незначительную помощь Sext.