οἰκοδόμησις: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(5) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰκοδόμησις:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> η [[πράξη]] ή ο [[τρόπος]] οικοδόμησης, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> = [[οἰκοδόμημα]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''οἰκοδόμησις:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> η [[πράξη]] ή ο [[τρόπος]] οικοδόμησης, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> = [[οἰκοδόμημα]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰκοδόμησις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> сооружение, строительство (ναῶν Plat.); возведение (τειχῶν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> постройка, строение, здание Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A act or manner of building, Th.3.2,21, Pl.Grg.455b, Arist.EN 1152b14, etc. : pl., ναῶν οἰ. Pl.R.394a. II = οἰκοδόμημα, Id.Criti. 117a, Lg.778e (both pl.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδόμησις: ἡ, ὁ τρόπος ἢ ἡ πρᾶξις τοῦ οἰκοδομεῖν, Θουκ. 3. 2, 20, Πλάτ. Γοργ. 455Β, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., οἰκοδ. ναῶν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 391Α. ΙΙ. = οἰκοδόμημα, ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 117Α, Νόμ. 778Ε.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de construire une maison.
Étymologie: οἰκοδομέω.
Greek Monotonic
οἰκοδόμησις: ἡ,
I. η πράξη ή ο τρόπος οικοδόμησης, σε Θουκ.
II. = οἰκοδόμημα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
οἰκοδόμησις: εως ἡ1) сооружение, строительство (ναῶν Plat.); возведение (τειχῶν Plat.);
2) постройка, строение, здание Plat.