οἰκοφθόρος: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(5)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκοφθόρος:''' ὁ ([[φθείρω]]), αυτός που καταστρέφει ένα [[σπίτι]], [[άσωτος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''οἰκοφθόρος:''' ὁ ([[φθείρω]]), αυτός που καταστρέφει ένα [[σπίτι]], [[άσωτος]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκοφθόρος:''' ὁ разоритель, расточитель Plat.
}}
}}

Revision as of 00:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοφθόρος Medium diacritics: οἰκοφθόροςς Low diacritics: οικοφθόρος Capitals: ΟΙΚΟΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: oikophthóros Transliteration B: oikophthoros Transliteration C: oikofthoros Beta Code: oi)kofqo/ros

English (LSJ)

ὁ,

   A one who ruins a house, a prodigal, synonym: φθορόοικος E. Fr.1055, Pl.Lg.689d, Ph.1.311.    II seducer, adulterer, PGrenf. 1.53.19 (-φθερ-, iv A.D.), Suid. s.v. Ἱλάριος.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοφθόρος: ὁ, ὁ φθείρων, καταστρέφων οἶκον, ἄσωτος, Εὐρ. Ἀποσπ. 1041, Πλάτ. Νόμ. 689D, Διον. Ἁλ. 1. 14· - ὁ ἐξαπατῶν γυναῖκα εἰς ἀσέλγειαν, μοιχός, Σουΐδ. ἐν λ. Ἱλάριος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ruine une maison, prodigue;
2 coupable d’adultère.
Étymologie: οἶκος, φθείρω.

Greek Monotonic

οἰκοφθόρος: ὁ (φθείρω), αυτός που καταστρέφει ένα σπίτι, άσωτος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκοφθόρος: ὁ разоритель, расточитель Plat.