ὀξυντήρ: Difference between revisions
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀξυντήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που χρησιμοποιείται για να κάνει [[κάτι]] οξύ, αιχμηρό, σε Ανθ. | |lsmtext='''ὀξυντήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που χρησιμοποιείται για να κάνει [[κάτι]] οξύ, αιχμηρό, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀξυντήρ:''' ῆρος ὁ нож для очинки: ὀ. δονακήων Anth. перочинный нож. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A sharpener, δονακήων, i.e.a penknife, AP6.64 (Paul.Sil.), cf. Aq.Jb.41.22.
German (Pape)
[Seite 353] ῆρος, ὁ, der Schärfer, spitz machend, πλατὺς – καλάμων, vom Federmesser, Paul. Sil. 50 (VI, 64).
Greek (Liddell-Scott)
ὀξυντήρ: ὁ, ὁ ποιῶν τι ὀξύ, ὁ ὀξύνων, ὀξ. δονακήων, δηλ. μαχαίριον, Ἀνθ. Π. 6. 64.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
instrument pour tailler en pointe.
Étymologie: ὀξύνω.
Greek Monolingual
ὀξυντήρ, ἡ (ΑΜ)
(για μαχαιρίδιο) αυτός που οξύνει, που καθιστά κάτι οξύ, που ακονίζει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. ξυραν-τήρ)].
Greek Monotonic
ὀξυντήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που χρησιμοποιείται για να κάνει κάτι οξύ, αιχμηρό, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὀξυντήρ: ῆρος ὁ нож для очинки: ὀ. δονακήων Anth. перочинный нож.