ὀμπνιακός: Difference between revisions
From LSJ
(29) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀμπνιακός]], -ή, -όν (Α) [[όμπνη]]<br />όμπνιος. | |mltxt=[[ὀμπνιακός]], -ή, -όν (Α) [[όμπνη]]<br />όμπνιος. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀμπνιᾰκός:''' Anth. = [[ὄμπνιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν, = sq., AP9.707 (Tull. Gem.) ; ὀμπνικός is f.l. ap. Suid.
German (Pape)
[Seite 342] = ὄμπνιος, ὀμπνιακῶν χαρίτων ἡδύτερον τρίβολον, Tull. Gem. 7 (IX, 707).
Greek (Liddell-Scott)
ὀμπνιακός: ὀμπνικός, ὀμπνηρός, ἴδε ὄμπνη.
Greek Monolingual
ὀμπνιακός, -ή, -όν (Α) όμπνη
όμπνιος.
Russian (Dvoretsky)
ὀμπνιᾰκός: Anth. = ὄμπνιος.