ὀλοφυγγών: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(5)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλοφυγγών:''' -όνος, ἡ, = [[ὀλοφλυκτίς]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ὀλοφυγγών:''' -όνος, ἡ, = [[ὀλοφλυκτίς]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλοφυγγών:''' v. l. [[ὀλοφυγδών]], όνος ἡ волдырь, прыщ Theocr.
}}
}}

Revision as of 01:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλοφυγγών Medium diacritics: ὀλοφυγγών Low diacritics: ολοφυγγών Capitals: ΟΛΟΦΥΓΓΩΝ
Transliteration A: olophyngṓn Transliteration B: olophyngōn Transliteration C: olofyggon Beta Code: o)lofuggw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ,

   A = ὀλοφλυκτίς, Theoc.9.30 (v.l. -φυγδών as in Hsch.).

Greek Monolingual

ὀλοφυγγών και, κατά δ. γρφ. «ὀλοφυγδών, -όνος, ἡ (Α)
φλύκταινα, φουσκάλα, φουσκαλίδα, ιδίως της γλώσσας («μήπω ἐπὶ γλώσσας ἄκρας ὀλοφυγγόνα φύσω», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικοί τ. της λ. ὀλοφλυκτίς / ὀλοφυκτίς. Ο τ. ὀλοφυγδών έχει σχηματιστεί πιθ. με την κατάλ. τών λ. πρη-δών «φλόγωση, πρήξιμο» και πυθε-δών, «σάπισμα» που έχουν ανάλογη σημ. Ο καλύτερα μαρτυρημένος τ. είναι το ὀλοφυγγών, του οποίου όμως η κατάλ. είναι δυσερμήνευτη].

Greek Monotonic

ὀλοφυγγών: -όνος, ἡ, = ὀλοφλυκτίς, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλοφυγγών: v. l. ὀλοφυγδών, όνος ἡ волдырь, прыщ Theocr.