ὀπώδης: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(29)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[ὀπώδης]], -ῶδες) [[οπός]]<br />αυτός που έχει άφθονο χυμό<br /><b>αρχ.</b><br />γαλα<br />κτώδης.
|mltxt=-ες (Α [[ὀπώδης]], -ῶδες) [[οπός]]<br />αυτός που έχει άφθονο χυμό<br /><b>αρχ.</b><br />γαλα<br />κτώδης.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀπώδης:''' <b class="num">1)</b> похожий (по своим свойствам) на фиговый сок, действующий, как закваска ([[πόα]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> сочный ([[ξύλον]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 01:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπώδης Medium diacritics: ὀπώδης Low diacritics: οπώδης Capitals: ΟΠΩΔΗΣ
Transliteration A: opṓdēs Transliteration B: opōdēs Transliteration C: opodis Beta Code: o)pw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A v. ὀποειδής.

German (Pape)

[Seite 364] ες, = ὀποειδής, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπώδης: -ες, ἴδε ἐν λ. ὀποειδής.

Greek Monolingual

-ες (Α ὀπώδης, -ῶδες) οπός
αυτός που έχει άφθονο χυμό
αρχ.
γαλα
κτώδης.

Russian (Dvoretsky)

ὀπώδης: 1) похожий (по своим свойствам) на фиговый сок, действующий, как закваска (πόα Arst.);
2) сочный (ξύλον Plut.).