ὁποιοσοῦν: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
(29)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁποιοσοῡν, ὁποιαοῡν, ὁποιονοῡν (Α)<br />(αόρ. αντων.) <b>βλ.</b> [[οποίος]].
|mltxt=ὁποιοσοῡν, ὁποιαοῡν, ὁποιονοῡν (Α)<br />(αόρ. αντων.) <b>βλ.</b> [[οποίος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁποιοσοῦν:''' какой бы то ни было, какой-л., тот или иной (τί δὲ περὶ αἰσθήσεως ἐροῦμεν ὁποιασοῦν; Plat.).
}}
}}

Revision as of 01:12, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 361] wie auch immer, Plat. Theaet. 182 d Crat. 390 b u. öfter.

French (Bailly abrégé)

αοῦν, ονοῦν;
qui que ce soit, quelconque.
Étymologie: ὁποῖος, οὖν.

Greek Monolingual

ὁποιοσοῡν, ὁποιαοῡν, ὁποιονοῡν (Α)
(αόρ. αντων.) βλ. οποίος.

Russian (Dvoretsky)

ὁποιοσοῦν: какой бы то ни было, какой-л., тот или иной (τί δὲ περὶ αἰσθήσεως ἐροῦμεν ὁποιασοῦν; Plat.).