οὖας: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
(5)
(3b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οὖᾰς:''' τό, ποιητ. αντί [[οὖς]], [[αυτί]].
|lsmtext='''οὖᾰς:''' τό, ποιητ. αντί [[οὖς]], [[αυτί]].
}}
{{elru
|elrutext='''οὖᾰς:''' ατος τό эп.-ион. = [[οὖς]].
}}
}}

Revision as of 01:16, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 408] ατος, τό, ion. = οὖς, das Ohr; Hom. Il. oft, ἵππων μ' ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει 10, 535, αἲ γὰρ ἀπ' οὔατος εἴη ἐμεῦ ἔπος, 22, 454, wie 18, 272, wenn es meinem Ohr fern bliebe, wenn ich das nicht hören müßte; εἰσί μοι ὀφθαλμοί τε καὶ οὔατα, Od. 20, 365; ὀφθαλμοῖσιν ἰδεῖν ἠδ' οὔασιν ὄσσαν ἀκοῦσαι, Hes. Th. 701. – Auch Henkel an Gefäßen, Il. 11, 633. 18, 378 u. einzeln bei sp. D. – Vgl. οὖς.

Greek (Liddell-Scott)

οὖᾰς: τό, ποιητ. ἀντὶ οὖς, ὠτός.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
pl. οὔατα, dat. οὔασι(ν);
épq. et ion. c. οὖς.

Greek Monolingual

οὖας, τὸ (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. οὖς.

Greek Monotonic

οὖᾰς: τό, ποιητ. αντί οὖς, αυτί.

Russian (Dvoretsky)

οὖᾰς: ατος τό эп.-ион. = οὖς.