παλιμφυής: Difference between revisions
From LSJ
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
(30) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παλιμφυής]], -ές (Α)<br />(για το [[κεφάλι]] της Λερναίας Ύδρας) αυτός που γεννιέται εκ νέου, αναγεννώμενος, αναφυόμενος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i> / [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>φυής</i>]. | |mltxt=[[παλιμφυής]], -ές (Α)<br />(για το [[κεφάλι]] της Λερναίας Ύδρας) αυτός που γεννιέται εκ νέου, αναγεννώμενος, αναφυόμενος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i> / [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>φυής</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πᾰλιμφυής:''' вновь отрастающий ([[ὕδρα]] Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A growing again, of the hydra, Luc.Am.2.
German (Pape)
[Seite 449] ές, wieder wachsend; κάρηνα Λέρνης τῆς παλιμφυοῦς Luc. amor. 2; Nonn., wieder belebt.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιμφυής: -ές, ὁ πάλιν φυόμενος, ἀναγεννώμενος, ἐπὶ τῆς Ὕδρας, Λουκ. Ἔρωτ. 2, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 148.
Greek Monolingual
παλιμφυής, -ές (Α)
(για το κεφάλι της Λερναίας Ύδρας) αυτός που γεννιέται εκ νέου, αναγεννώμενος, αναφυόμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. ευ-φυής].
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιμφυής: вновь отрастающий (ὕδρα Luc.).