παμπλείων: Difference between revisions

From LSJ

γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon

Menander, Monostichoi, 205
(30)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παμπλείων]], -ονος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[κατά]] πολύ [[περισσότερος]] ή μεγαλύτερος («[[παμπλείων]] [[ὄγκος]] φωνῆς», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλείων]].
|mltxt=[[παμπλείων]], -ονος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[κατά]] πολύ [[περισσότερος]] ή μεγαλύτερος («[[παμπλείων]] [[ὄγκος]] φωνῆς», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλείων]].
}}
{{elru
|elrutext='''παμπλείων:''' 2, gen. ονος compar. к [[πάμπολυς]].
}}
}}

Revision as of 01:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμπλείων Medium diacritics: παμπλείων Low diacritics: παμπλείων Capitals: ΠΑΜΠΛΕΙΩΝ
Transliteration A: pampleíōn Transliteration B: pampleiōn Transliteration C: pampleion Beta Code: pamplei/wn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,

   A much greater, ὄγκος τῆς φωνῆς Arist.Aud.804a15.

Greek (Liddell-Scott)

παμπλείων: -ονος, ὁ, ἡ, πολλῷ πλείων, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 63 (Bonitz πάμπλεως).

Greek Monolingual

παμπλείων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
κατά πολύ περισσότερος ή μεγαλύτερος («παμπλείων ὄγκος φωνῆς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πλείων.

Russian (Dvoretsky)

παμπλείων: 2, gen. ονος compar. к πάμπολυς.