παμφαλάω: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(6_14) |
(3b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παμφᾰλάω''': μετ’ ἀναδιπλ. [[τύπος]] ὡς τὸ [[παιφάσσω]], (πρβλ. παπταλάω, [[παπταίνω]]) [[περιβλέπω]], [[μάλιστα]] [[μετὰ]] φόβου, [[σπανία]] [[λέξις]] Ἱωνική, Ἀνακρ. 157, Ἱππῶναξ 114 (105)· παμφαλήσας Ἡρώνδ. IV, 77. - Παθ. παμφαλώμενος, «[[πανταχόθεν]] περιβλεπόμενος (Σχόλ.) Λυκόφρ. 1433. | |lstext='''παμφᾰλάω''': μετ’ ἀναδιπλ. [[τύπος]] ὡς τὸ [[παιφάσσω]], (πρβλ. παπταλάω, [[παπταίνω]]) [[περιβλέπω]], [[μάλιστα]] [[μετὰ]] φόβου, [[σπανία]] [[λέξις]] Ἱωνική, Ἀνακρ. 157, Ἱππῶναξ 114 (105)· παμφαλήσας Ἡρώνδ. IV, 77. - Παθ. παμφαλώμενος, «[[πανταχόθεν]] περιβλεπόμενος (Σχόλ.) Λυκόφρ. 1433. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παμφᾰλάω:''' со страхом озираться Anacr. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 1 January 2019
English (LSJ)
redupl. form
A like παιφάσσω (cf. παπταλάω, παπταίνω), gaze in astonishment, Ion. word, Hippon.131, Anacr.160, Herod.4.77; πάντοσε παμφαλόωντες Eryc. ap. Sch.A.R.2.127: aor. 1 ἐπαμφάλησα· ἐθαύμασα, Hsch.:—Med., ἄγχι παμφαλώμενος Lyc.1433.
German (Pape)
[Seite 455] (φαω mit Reduplication?), nach Schol. Ap. Rh. 2, 127 μετὰ πτοιήσεως καὶ ἐνθουσιασμοῦ ἐπιβλέπειν, schüchtern um sich blicken, aus Anacr. u. Hippon. angeführt; pass. παμφαλώμενος, Lycophr. 1433, Schol. πανταχόθεν περιβλεπόμενος.
Greek (Liddell-Scott)
παμφᾰλάω: μετ’ ἀναδιπλ. τύπος ὡς τὸ παιφάσσω, (πρβλ. παπταλάω, παπταίνω) περιβλέπω, μάλιστα μετὰ φόβου, σπανία λέξις Ἱωνική, Ἀνακρ. 157, Ἱππῶναξ 114 (105)· παμφαλήσας Ἡρώνδ. IV, 77. - Παθ. παμφαλώμενος, «πανταχόθεν περιβλεπόμενος (Σχόλ.) Λυκόφρ. 1433.
Russian (Dvoretsky)
παμφᾰλάω: со страхом озираться Anacr.