παλαιμοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
(30)
(3b)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλαιμοσύνη]] και [[παλαισμοσύνη]], ἡ (Α)<br />η [[τέχνη]] του [[παλαιστή]], η [[πάλη]] («πύξ τε παλαισμοσύνῃ τε καὶ ἅλμασιν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Παλαίμων]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σύνη</i>, ενώ κατ' άλλους το ουσ. παράγεται απευθείας από το ρ. [[παλαίω]] (<b>πρβλ.</b> <i>ιππο</i>-<i>σύνη</i>, <i>τοξο</i>-<i>σύνη</i>)].
|mltxt=[[παλαιμοσύνη]] και [[παλαισμοσύνη]], ἡ (Α)<br />η [[τέχνη]] του [[παλαιστή]], η [[πάλη]] («πύξ τε παλαισμοσύνῃ τε καὶ ἅλμασιν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Παλαίμων]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σύνη</i>, ενώ κατ' άλλους το ουσ. παράγεται απευθείας από το ρ. [[παλαίω]] (<b>πρβλ.</b> <i>ιππο</i>-<i>σύνη</i>, <i>τοξο</i>-<i>σύνη</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλαιμοσύνη:''' ἡ = [[παλαισμοσύνη]].
}}
}}

Revision as of 01:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιμοσύνη Medium diacritics: παλαιμοσύνη Low diacritics: παλαιμοσύνη Capitals: ΠΑΛΑΙΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: palaimosýnē Transliteration B: palaimosynē Transliteration C: palaimosyni Beta Code: palaimosu/nh

English (LSJ)

   A v. παλαισμοσύνη.

Greek Monolingual

παλαιμοσύνη και παλαισμοσύνη, ἡ (Α)
η τέχνη του παλαιστή, η πάλη («πύξ τε παλαισμοσύνῃ τε καὶ ἅλμασιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Παλαίμων (ΙΙ) + κατάλ. -σύνη, ενώ κατ' άλλους το ουσ. παράγεται απευθείας από το ρ. παλαίω (πρβλ. ιππο-σύνη, τοξο-σύνη)].

Russian (Dvoretsky)

πᾰλαιμοσύνη: ἡ = παλαισμοσύνη.