παλαιμοσύνη

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιμοσύνη Medium diacritics: παλαιμοσύνη Low diacritics: παλαιμοσύνη Capitals: ΠΑΛΑΙΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: palaimosýnē Transliteration B: palaimosynē Transliteration C: palaimosyni Beta Code: palaimosu/nh

English (LSJ)

v. παλαισμοσύνη.

Greek Monolingual

παλαιμοσύνη και παλαισμοσύνη, ἡ (Α)
η τέχνη του παλαιστή, η πάλη («πύξ τε παλαισμοσύνῃ τε καὶ ἅλμασιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Παλαίμων (ΙΙ) + κατάλ. -σύνη, ενώ κατ' άλλους το ουσ. παράγεται απευθείας από το ρ. παλαίω (πρβλ. ιπποσύνη, τοξοσύνη)].

Russian (Dvoretsky)

πᾰλαιμοσύνη: ἡ = παλαισμοσύνη.