παράμονος: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παράμονος:''' ποιητ. [[πάρμονος]], -ον, = το επόμ., σε Πίνδ.
|lsmtext='''παράμονος:''' ποιητ. [[πάρμονος]], -ον, = το επόμ., σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''παράμονος:''' дор. [[πάρμονος]] 2 Pind., Xen., Plut. = [[παραμόνιμος]].
}}
}}

Revision as of 01:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράμονος Medium diacritics: παράμονος Low diacritics: παράμονος Capitals: ΠΑΡΑΜΟΝΟΣ
Transliteration A: parámonos Transliteration B: paramonos Transliteration C: paramonos Beta Code: para/monos

English (LSJ)

poet. πάρμονος, ον, rarer form of foreg. (q. v.),

   A πένθος Plu.2.114f ; εὐτυχία Cat.Cod.Astr.8(4).207, cf. Vett.Val.292.30 ; οἶνος Gp.1.12.32 ; ὄλβος παρμονώτερος Pi.N.8.17.

German (Pape)

[Seite 490] = Vorigem; καὶ εὔνους ὑπηρέτης, Xen. Mem. 2, 10, 3; Sp.; – poet. παρμονώτερος ἀνθρώποισι ὄλβος, Pind. N. 8, 16.

Greek (Liddell-Scott)

παράμονος: ποιητικ. πάρμονος, ον, σπανιώτερος τύπος τοῦ προηγ. (ὃ ἴδε), πένθος Πλούτ. 2. 114F· οἶνος Γεωπ. 1. 12, 52· ὄλβος παρμονώτερος Πινδ. Ν. 8. 29. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράμονος· καρτερός».

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. πάρμονος, -ον, ΜΑ
παραμόνιμος
μσν.
αυτός που μπορεί να διατηρηθεί («παράμονος οἶνος», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -μονος (< μένω), πρβλ. έμ-μονος, κατά-μονος].

Greek Monotonic

παράμονος: ποιητ. πάρμονος, -ον, = το επόμ., σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

παράμονος: дор. πάρμονος 2 Pind., Xen., Plut. = παραμόνιμος.