Πειραιεύς: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(5)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Πειραιεύς:''' ή Πειρᾱεύς, ὁ, ο Πειραιάς, το πιο γνωστό [[λιμάνι]] της Αθήνας· γεν. <i>Πειραιέως</i>, Αττ. <i>Πειραιῶς</i>, δοτ. <i>Πειραιεῖ</i>, αιτ. <i>Πειραιᾶ</i>, Ιων. <i>Πειραιέα</i>· επίθ. [[Πειραϊκός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''Πειραιεύς:''' ή Πειρᾱεύς, ὁ, ο Πειραιάς, το πιο γνωστό [[λιμάνι]] της Αθήνας· γεν. <i>Πειραιέως</i>, Αττ. <i>Πειραιῶς</i>, δοτ. <i>Πειραιεῖ</i>, αιτ. <i>Πειραιᾶ</i>, Ιων. <i>Πειραιέα</i>· επίθ. [[Πειραϊκός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''Πειραιεύς:''' έως ὁ пиреец, житель или уроженец дема Пирей Aesch., Dem.<br />έως, атт. αιῶς ὁ Пирей<br /><b class="num">1)</b> дем в атт. филе [[Ἱπποθωντίς]] Xen. etc.;<br /><b class="num">2)</b> приморский город в этом деме, служивший портом для Афин Thuc., Xen. etc.
}}
}}

Revision as of 01:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πειραιεύς Medium diacritics: Πειραιεύς Low diacritics: Πειραιεύς Capitals: ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ
Transliteration A: Peiraieús Transliteration B: Peiraieus Transliteration C: Peiraieys Beta Code: *peiraieu/s

English (LSJ)

or Πειρᾱεύς (v. infr.), ὁ, Piraeus : gen. Πειραιέως, Att.

   A Πειραιῶς Th.2.93, Isoc. 16.46, D.8.7, 24.134, Moer. p.314P. ; dat. Πειραιεῖ X. HG2.4.30 ; acc. Πειραιᾶ ib.5.4.34, Th. 2.93, Pl. R. 327a, D. 17.26 ; Ion. Πειραιέα Hdt. 8.85 :—Loc. Πειραιοῖ, in Piraeus, X. HG 2.4.32, Ael. VH 2.13 ; Πειραιόθεν, from P., Alciphr. 2.4.—The form Πειραεύς is freq. in Inscrr., IG2.2459b2, etc. ; Πειρᾰέως AP6.349 (Phld.) ; Πειραιεῖ Ar. Pax 165, but -αῐεῖ ib. 145 :—Adj. Πειραϊκός, ή, όν, IG22.456.33, Plu. Sull. 14, etc.

French (Bailly abrégé)

1αιέως, att. αιῶς, dat. αιεῖ, acc. αιέα, contr. att. ᾶ (ὁ) :
le Pirée, port et dème d’Athènes, de la tribu Hippothoontide.
Étymologie: πέραν selon Strab.
2έως;
adj. m.
habitant du Pirée.
Étymologie: Πειραιεύς¹.

Greek Monotonic

Πειραιεύς: ή Πειρᾱεύς, ὁ, ο Πειραιάς, το πιο γνωστό λιμάνι της Αθήνας· γεν. Πειραιέως, Αττ. Πειραιῶς, δοτ. Πειραιεῖ, αιτ. Πειραιᾶ, Ιων. Πειραιέα· επίθ. Πειραϊκός, , -όν, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

Πειραιεύς: έως ὁ пиреец, житель или уроженец дема Пирей Aesch., Dem.
έως, атт. αιῶς ὁ Пирей
1) дем в атт. филе Ἱπποθωντίς Xen. etc.;
2) приморский город в этом деме, служивший портом для Афин Thuc., Xen. etc.