παρομοίωσις: Difference between revisions

From LSJ

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source
(Bailly1_4)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />ressemblance de mots qui se correspondent au commencement <i>ou</i> à la fin de deux membres de phrase consécutifs.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὁμοιόω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />ressemblance de mots qui se correspondent au commencement <i>ou</i> à la fin de deux membres de phrase consécutifs.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὁμοιόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''παρομοίωσις:''' εως ἡ рит. созвучие, ассонанс (сходство в окончаниях фраз или стихов Arst. - напр. τετοκέναι и γεγονέναι).
}}
}}

Revision as of 01:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρομοίωσις Medium diacritics: παρομοίωσις Low diacritics: παρομοίωσις Capitals: ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΙΣ
Transliteration A: paromoíōsis Transliteration B: paromoiōsis Transliteration C: paromoiosis Beta Code: paromoi/wsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A assimilation, esp. of sounds in the ends of successive clauses, assonance, Arist. Rh. 1410a24, D.H.Amm.2.17(pl.), Lys. 14 (pl.).    2 comparison, Arist.Rh.Al. 1430b9.

German (Pape)

[Seite 526] ἡ, Verähnlichung, bes. der neben einander stehenden Glieder eines Redesatzes, der Ausgänge der Sätze oder Verse, Arist. rhet. 3, 9 erkl. ἂν ὅμοια τὰ ἔσχατα ἔχῃ ἑκάτερον τῶν κώλων, ἢ ἐν ἀρχῇ ἢ ἐπὶ τελευτῆς, und führt als Beispiele an δωρητοί τ' ἐπέλοντο παραῤῥητοί τ' ἐπέεσσιν Il. 9, 522 u. ῴήθησαν αὐτὸν παιδίον τετοκέναι, ἀλλ' αὐτοῦ αἴτιον γεγονέναι. So auch D. Hal. de Lys. 14 de Isocr. 2.

Greek (Liddell-Scott)

παρομοίωσις: ἡ, παρομοίωσις δὲ ἂν ὅμοια τὰ ἔσχατα ἔχῃ ἑκάτερον τῶν κώλων. Ἀνάγκη δὲ ἢ ἐν ἀρχῇ ἢ ἐπὶ τελευτῆς ἔχειν· καὶ ἀρχὴ μὲν αἰεὶ τὰ ὀνόματα (ὡς π. χ. ἀγρὸν γὰρ ἔλαβον ἀργὸν παρ’ αὐτοῦ), ἡ δὲ τελευτὴ τὰς ἐσχάτας συλλαβάς, ἢ τοῦ αὐτοῦ ὀνόματος πτώσεις ἢ τὸ αὐτὸ ὄνομα (ὡς π. χ. ᾠήθησαν αὐτὸν παιδίον τετοκέναι, ἀλλ’ αὐτοῦ αἴτιον γεγονέναι καὶ ἐν πλείσταις δὲ φροντίσι, καὶ ἐν ἐλαχίσταις ἐλπίσι κτλ.) Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 9, Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 12, 4, Διονυσίου Ἁλ. π. Λυσ· 14, π. Ἰσοκρ. 2· ὁ Rutil. Lup. καλεῖ τὸ σχῆμα τοῦτο παρόμοιον, 2. 12· ὁ δὲ Διονύσ. Ἁλ. ἐν τῷ περὶ Συνθ. 22 ὁμιλεῖ περὶ κώλων παρομοίων, πρβλ. Δημήτρ. Φαληρ. 25.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
ressemblance de mots qui se correspondent au commencement ou à la fin de deux membres de phrase consécutifs.
Étymologie: παρά, ὁμοιόω.

Russian (Dvoretsky)

παρομοίωσις: εως ἡ рит. созвучие, ассонанс (сходство в окончаниях фраз или стихов Arst. - напр. τετοκέναι и γεγονέναι).