πενταφυής: Difference between revisions
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πεντᾰφυής:''' -ές ([[φυή]]), με πενταπλάσια [[φύση]], [[πενταπλός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''πεντᾰφυής:''' -ές ([[φυή]]), με πενταπλάσια [[φύση]], [[πενταπλός]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πεντᾰφυής:''' пятерной, т. е. числом пять (ὄνυχες χερῶν Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A of five-fold nature : five, ὄνυχες AP7.383 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 557] ές, von fünffacher Natur, ὄνυχες χερῶν, Philp. 67 (VII, 383), d. i. die fünf Nägel.
Greek (Liddell-Scott)
πεντᾰφυής: -ές, ὁ πενταπλοῦς τὴν φύσιν, πέντε, ὄνυχες Ἀνθ. Π. 7. 383.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
quintuple.
Étymologie: πέντε, φύω.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει πενταπλή φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. δι-φυής].
Greek Monotonic
πεντᾰφυής: -ές (φυή), με πενταπλάσια φύση, πενταπλός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πεντᾰφυής: пятерной, т. е. числом пять (ὄνυχες χερῶν Anth.).