πελάτις: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
(5)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πελάτις:''' [ᾰ], -ιδος, ἡ, θηλ. αντί [[πελάτης]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''πελάτις:''' [ᾰ], -ιδος, ἡ, θηλ. αντί [[πελάτης]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''πελάτις:''' ῐδος (ᾰ) ἡ служанка Plut.
}}
}}

Revision as of 01:56, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 550] ιδος, ἡ, fem. zu πελάτης, Dienerinn, Plut. Cat. 24.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
servante.
Étymologie: πελάτης.

Greek Monotonic

πελάτις: [ᾰ], -ιδος, ἡ, θηλ. αντί πελάτης, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

πελάτις: ῐδος (ᾰ) ἡ служанка Plut.