Πινδάρειος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(6)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Πινδάρειος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στον Πίνδαρο, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''Πινδάρειος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στον Πίνδαρο, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''Πινδάρειος:''' (ᾰ) пиндаров(ский) Arph.
}}
}}

Revision as of 02:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πινδάρειος Medium diacritics: Πινδάρειος Low diacritics: Πινδάρειος Capitals: ΠΙΝΔΑΡΕΙΟΣ
Transliteration A: Pindáreios Transliteration B: Pindareios Transliteration C: Pindareios Beta Code: *pinda/reios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον,

   A of Pindar, ἔπος Ar.Av.939 (lyr.):—also Πινδᾰρικός, ή, όν, Plu.2.602f; σχῆμα Π. Eust.1110.52. Adv. -κῶς Id.21.14.

Greek (Liddell-Scott)

Πινδάρειος: -α, -ον, ὁ εἰς τὸν Πίνδαρον ἀνήκων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 939· ― ὡσαύτως Πινδαρικός, ή, όν, Πλούτ. 2. 603Ε· Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 21. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de Pindare.
Étymologie: Πίνδαρος.

Greek Monotonic

Πινδάρειος: -α, -ον, αυτός που ανήκει στον Πίνδαρο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Πινδάρειος: (ᾰ) пиндаров(ский) Arph.