περιχειλόω: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(6) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιχειλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ακονίζω]] [[ολόγυρα]], [[πλαισιώνω]] γύρω γύρω, σε Ξεν. | |lsmtext='''περιχειλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ακονίζω]] [[ολόγυρα]], [[πλαισιώνω]] γύρω γύρω, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιχειλόω:''' окружать, оправлять (σιδήρῳ Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 1 January 2019
English (LSJ)
A edge round, σιδήρῳ with iron, X.Eq.4.4.
German (Pape)
[Seite 600] rings einfassen, mit einem Rande umgeben, Xen. Equ. 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
περιχειλόω: περιβάλλω τι ὁλόγυρα μὲ χείλη, περιχειλώσας σιδήρῳ, ὡς ἂν μὴ σκεδαννύωνται (οἱ λίθοι) Ξεν. Ἱππ. 4, 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
entourer d’un rebord.
Étymologie: περί, χεῖλος.
Greek Monotonic
περιχειλόω: μέλ. -ώσω, ακονίζω ολόγυρα, πλαισιώνω γύρω γύρω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
περιχειλόω: окружать, оправлять (σιδήρῳ Xen.).