πολύφιλος: Difference between revisions
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύφῐλος:''' -ον, [[αγαπητός]] στους πολλούς, σε Πίνδ. | |lsmtext='''πολύφῐλος:''' -ον, [[αγαπητός]] στους πολλούς, σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύφῐλος:''' имеющий многих друзей Pind., Lys. etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A having many friends, dear to many, Pi.P.5.4, Lys.8.7, Arist.EN1170b23, Rh.1372a13, Him. Or.8.6.
German (Pape)
[Seite 676] Vielen befreundet, viele Freunde habend; vom Reichthum; Pind. P. 5, 4; Lys. 8, 7 u. Sp., wie Luc. Tox. 37.
Greek (Liddell-Scott)
πολύφῐλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς φίλους, πολλοῖς ἀγαπητός, Πινδ. Π. 5. 5, Λυσ. 112. 43, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 10, 1, Πολιτικ. 5. 11, 12, κ. ἀλλ. ― Ἰδὲ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 235.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a beaucoup d’amis;
Cp. πολυφιλώτερος.
Étymologie: πολύς, φίλος.
English (Slater)
πολῠφῐλος
1 with many friends πολύφιλον ἑπέταν (sc. πλοῦτον) (P. 5.4)
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύφιλος, -ον, ΝΑ
πολύ αγαπητός, αυτός που έχει πολλούς φίλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φίλος (πρβλ. ά-φιλος)].
Greek Monotonic
πολύφῐλος: -ον, αγαπητός στους πολλούς, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
πολύφῐλος: имеющий многих друзей Pind., Lys. etc.