ποσσίκροτος: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ποσσίκροτος:''' -ον, αυτός που χτυπά με θόρυβο τα πόδια του στον χορό, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ. | |lsmtext='''ποσσίκροτος:''' -ον, αυτός που χτυπά με θόρυβο τα πόδια του στον χορό, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποσσίκροτος:''' ударяемый ногами, т. е. превосходный для хороших плясок ([[Τεγέη]] Her.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A struck with the foot in dancing, Orac. ap.Hdt.1.66. II Act., striking with the feet, Orph.H.31.2.
German (Pape)
[Seite 687] beim Tanze mit den Füßen geschlagen, Orak. bei Her. 1, 66 (A. P. XIV, 76). – Auch akt., mit den Füßen schlagend, stampfend, Orph. H. 30, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ποσσίκροτος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν ποδῶν ἐν χορῷ κροτούμενος, δώσω σοι Τεγέην ποσσίκροτον ὀρχήσασθαι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 66. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ κροτῶν διὰ τῶν ποδῶν, Ὀρφ. Ὕμν. 30. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
frappé avec les pieds.
Étymologie: πούς, κρότος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που αντηχεί από τα χτυπήματα τών ποδιών («Τεγέην ποσσίκροτον», Ηρόδ,)
2. αυτός που χτυπάει δυνατά τα πόδια («Κουρῆτες ποσσίκροτοι», Ορφ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποσσί, επικ. τ. δοτ. πληθ. του πούς + κρότος (πρβλ. ιππό-κροτος)].
Greek Monotonic
ποσσίκροτος: -ον, αυτός που χτυπά με θόρυβο τα πόδια του στον χορό, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
Russian (Dvoretsky)
ποσσίκροτος: ударяемый ногами, т. е. превосходный для хороших плясок (Τεγέη Her.).