προσανέρπω: Difference between revisions

From LSJ

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσανέρπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, έρπομαι προς τα πάνω, σε Πλούτ.
|lsmtext='''προσανέρπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, έρπομαι προς τα πάνω, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσανέρπω:''' вползать наверх (τινί Plut.).
}}
}}

Revision as of 03:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσανέρπω Medium diacritics: προσανέρπω Low diacritics: προσανέρπω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΕΡΠΩ
Transliteration A: prosanérpō Transliteration B: prosanerpō Transliteration C: prosanerpo Beta Code: prosane/rpw

English (LSJ)

   A creep up to, τῷ τραχήλῳ Plu.Them.26.

German (Pape)

[Seite 750] daran hinauskriechen, τῷ τραχήλῳ, Plut. Themist. 26.

Greek (Liddell-Scott)

προσανέρπω: ἀνέρπω, πρός..., τῷ τραχήλῳ Πλουτ. Θεμιστ. 26.

French (Bailly abrégé)

monter en rampant, se glisser peu à peu jusqu’à, τινι.
Étymologie: πρός, ἀνέρπω.

Greek Monolingual

Α
ανεβαίνω κάπου έρποντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀνέρπω «ανεβαίνω έρποντας, σκαρφαλώνω].

Greek Monotonic

προσανέρπω: μέλ. -ψω, έρπομαι προς τα πάνω, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

προσανέρπω: вползать наверх (τινί Plut.).