προσαλίσκομαι: Difference between revisions
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(34) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />καταδικάζομαι επί [[πλέον]] σε [[δίκη]] («νῡν δ' ὑπ' ἀνδρῶν πονηρῶν [[σφόδρα]] διωκόμεθα, κἆτα προσαλισκόμεθα», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἁλίσκομαι]] (ως αττ. δικαν. όρος) «κηρύσσομαι [[ένοχος]], καταδικάζομαι»]. | |mltxt=Α<br />καταδικάζομαι επί [[πλέον]] σε [[δίκη]] («νῡν δ' ὑπ' ἀνδρῶν πονηρῶν [[σφόδρα]] διωκόμεθα, κἆτα προσαλισκόμεθα», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἁλίσκομαι]] (ως αττ. δικαν. όρος) «κηρύσσομαι [[ένοχος]], καταδικάζομαι»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσᾰλίσκομαι:''' v. l. πρὸς [[ἁλίσκομαι]] быть (при этом) пойманным, схваченным Arph., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:04, 1 January 2019
English (LSJ)
A to be cast in a lawsuit besides, Ar.Ach.701.
German (Pape)
[Seite 748] (s. ἁλίσκομαι), noch dazu gefangen od. verurtheilt werden; Ar. Ach. 667; προσεαλωκότες ὑπὸ δόξης καὶ ἀπάτης, Plut. de aud. poet. 2 p. 67, wo v. l. προεαλωκότες.
Greek (Liddell-Scott)
προσᾰλίσκομαι: καταδικάζομαι προσέτι, νῦν δ’ ὑπ’ ἀνδρῶν πονηρῶν σφόδρα διωκόμεθα, κᾆτα προσαλισκόμεθα, «καὶ πρὸς τούτοις καταδικαζόμεθα καὶ ζημιούμεθα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 701 (ἀλλ’ ὁ Elmsl. ὀρθῶς διώρθωσε πρὸς ἁλ-).
Greek Monolingual
Α
καταδικάζομαι επί πλέον σε δίκη («νῡν δ' ὑπ' ἀνδρῶν πονηρῶν σφόδρα διωκόμεθα, κἆτα προσαλισκόμεθα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἁλίσκομαι (ως αττ. δικαν. όρος) «κηρύσσομαι ένοχος, καταδικάζομαι»].
Russian (Dvoretsky)
προσᾰλίσκομαι: v. l. πρὸς ἁλίσκομαι быть (при этом) пойманным, схваченным Arph., Plut.