προσυλλογισμός: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(35)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[προσυλλογίζομαι]]<br /><b>(λογ.)</b> [[σειρά]] συλλογισμών, όπου το [[συμπέρασμα]] [[κάθε]] προηγούμενου συλλογισμού [[είναι]] προκείμενη [[πρόταση]] του επομένου.
|mltxt=ο, ΝΑ [[προσυλλογίζομαι]]<br /><b>(λογ.)</b> [[σειρά]] συλλογισμών, όπου το [[συμπέρασμα]] [[κάθε]] προηγούμενου συλλογισμού [[είναι]] προκείμενη [[πρόταση]] του επομένου.
}}
{{elru
|elrutext='''προσυλλογισμός:''' ὁ просиллогизм, т. е. силлогизм, заключение которого служит большей посылкой для следующего силлогизма Arst.
}}
}}

Revision as of 03:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσυλλογισμός Medium diacritics: προσυλλογισμός Low diacritics: προσυλλογισμός Capitals: ΠΡΟΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: prosyllogismós Transliteration B: prosyllogismos Transliteration C: prosyllogismos Beta Code: prosullogismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A prosyllogism, i.e. a syllogism the conclusion of which forms the major premiss of another, Id.APr.44a22: pl., ib.42b5.

German (Pape)

[Seite 784] ὁ, ein Syllogismus, dessen Folgerung der Vordersatz eines andern wird, Arist. An. pr. 1, 25; Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

προσυλλογισμός: ὁ, συλλογισμὸς οὗ τὸ συμπέρασμα ἀποτελεῖ μείζονα πρότασιν ἄλλου συλλογισμοῦ, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 25, 11.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ προσυλλογίζομαι
(λογ.) σειρά συλλογισμών, όπου το συμπέρασμα κάθε προηγούμενου συλλογισμού είναι προκείμενη πρόταση του επομένου.

Russian (Dvoretsky)

προσυλλογισμός: ὁ просиллогизм, т. е. силлогизм, заключение которого служит большей посылкой для следующего силлогизма Arst.